- κάρθρα
- κάρθρα, τά,A wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάρθρα — κάρθρα, τὰ (Α) επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. θρον (πρβλ. βά θρον, έλκη θρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ τός, ο παρακμ. κέ καρ μαι κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κάρτρα — κάρτρα, τὰ (Α) κάρθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ κάρ ην, + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, θέρε τρον)] … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek